- δίσκουρα
- δίσκουρα, τα (Α)βολή δίσκου ως μέτρο αποστάσεως.[ΕΤΥΜΟΛ. < δίσκου ούρα, πληθ. τού ούρου «διάστημα, απόσταση»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίσκουρα — quoit s cast neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισκοβολία — Αθλητικό αγώνισμα γνωστό στην αρχαία Ελλάδα, όπου μαζί με το ακόντιο, τον δρόμο, την πάλη και το άλμα αποτελούσαν το πένταθλο. Πρώτος που επινόησε τον δίσκο θεωρείται ο μυθικός Περσέας, που σκότωσε κατά λάθος με αυτόν τον παππού του Ακρίσιο στους … Dictionary of Greek